-
1 ακουστικό (τηλεφώνου)
cлушалкаГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > ακουστικό (τηλεφώνου)
-
2 ακουστικό(ν)
τό1) слуховая трубка; наушник;ακουστικό(ν) (τηλεφώνου) — телефонная трубка;
2) мед. стетоскоп; фонендоскоп -
3 ακουστικό(ν)
τό1) слуховая трубка; наушник;ακουστικό(ν) (τηλεφώνου) — телефонная трубка;
2) мед. стетоскоп; фонендоскоп -
4 трубка
трубка ж 1) ο σωλήνας 2) (телефонная ) το ακουστικό (τηλεφώνου) 3) (курительная) η πίπα, το τσιμπούκι* * *ж1) ο σωλήνας2) ( телефонная) το ακουστικό (τηλεφώνου)3) ( курительная) η πίπα, το τσιμπούκι -
5 телефонный
телефонн||ыйприл τοῦ τηλεφώνου, τηλεφωνικός:\телефонныйая станция ὁ τηλεφωνικός σταθμός· \телефонныйая тру́бка τό ἀκουστικό τηλεφώνου· \телефонныйая бу́дка ἡ καμπίνα той τηλεφώνου, ὁ τηλεφωνικός θάλαμος· \телефонныйая книга ὁ τηλεφωνικός κατάλογος. -
6 телефонный
επ.τηλεφωνικός•телефонный аппарат το τηλέφωνο•
-ая трубка το ακουστικό τηλεφώνου•
-ые провода τηλεφωνικά καλώδια•
телефонный звонок το κουδούνι του τηλεφώνου.
εκφρ.- ая книга (книжка) – τηλεφωνικός κατάλογος. -
7 receiver
1) (the part of a telephone which is held to one's ear.) ακουστικό τηλεφώνου2) (an apparatus for receiving radio or television signals.) δέκτης3) (a person who receives stolen goods.) κλεπταποδόχος4) (a person who is appointed to take control of the business of someone who has gone bankrupt.) εκκαθαριστής5) (a stereo amplifier with a built-in radio.) δέκτης -
8 трубка
-ы θ.1. σωληνίσκος. || σωληνάρι• σωλήνας.2. (βιολ.) σάλπιγγα.3. ή πίπα• το τσιμπούκι.4. το ακουστικό τηλεφώνου.5. το ρολό.εκφρ.выйти (выходить) – βγάζω βλαστούς, στελέχη (για δημητριακά). -
9 трубка
1. (маленькая труба, труба небольшого сечения) о σωλήνας, το σωληνάριοвакуумная - κενού, η λυχνία κενού- Вентури - Βεντούρι, η χοάνη λήψης του ταχύμετρου- взрыва (геол.) το διάστημα (από αέρια)2. (телефонная) το ακουστικό (του τηλεφώνου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > трубка
См. также в других словарях:
τηλέφωνο — Το σύνολο των συσκευών και διατάξεων που απαιτούνται για την πραγματοποίηση μιας τηλεπικοινωνίας, κατά την οποία μεταβιβάζεται η ομιλία. Ένα τηλεφωνικό σύστημα αποτελείται βασικά από ένα μικρόφωνο, από ένα μέσο σύνδεσης, από ένα ακουστικό και από … Dictionary of Greek